μαινίς

μαινίς
μαινίς, -ίδος και -ῑδος, ἡ (Α)
υποκορ. τού μαίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαίνη + κατάλ. -ίς (πρβλ. κυαμ-ίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαινίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαινίδα — μαινίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαινίδας — μαινίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαινίδες — μαινίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαινίδι — μαινίς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαινίδος — μαινίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαινίδων — μαινίς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαινίσι — μαινίς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαινίσιν — μαινίς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαινίδ' — μαινίδα , μαινίς fem acc sg μαινίδι , μαινίς fem dat sg μαινίδε , μαινίς fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”